Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Ανάφη...Το νησί της ζώσας ουτοπίας!



Ήταν Αύγουστος του σωτηρίου έτους 2018 και συγκεκριμένα 12 του μήνα, όταν για πρώτη φορά βρέθηκα στο λαμπερό αυτό στολίδι του Αιγαίου! Στο νησί της ζώσας ουτοπίας. Στην Ανάφη. Τόσο δίπλα μα συνάμα τόσο μακρυά, η ζωή και η ροή της για ακόμη μια φορά μου απέδειξαν, πως οι συνθήκες και η κατάλληλη στιγμή, πάντοτε εφάπτονται και ενεργοποιούνται στον καταλληλότερο χρόνο. Για κάποιον μοναδικό λόγο ή σκοπό. Ως τότε, δεν είχα μεταβεί ποτέ στο νησί. Υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι με παρακινούσαν να επισκεφτώ την Ανάφη, όμως αυτό (ή λόγο συνεχούς αναφοράς ή δικής μου ξεροκεφαλιάς) ποτέ δεν είχε συμβεί. Όταν όμως συνέβη, ήταν κάτι σαν ιερή πρόσκληση απ' το ίδιο το νησί, η οποία δονούσε ηχηρά μέσα μου πως ναι! Τώρα ήρθε η ώρα να την επισκεφτείς. Η αγαπημένη μου συμμαθήτρια, η Άννα, όπως και η φίλη, η καλή μου Αντωνίτσα, μου μετέφεραν πάντοτε εικόνες απ' τις επισκέψεις τους εκεί. Μου μιλούσαν για μικρά-μεγάλα καθημερινά θαυματάκια που βίωναν στα χώματά της. Μου ανέφεραν την συγκίνηση και την ολικώς παιδική τους χαρά, κάθε φορά που το βαπόρι πλησίαζε στο λιμάνι της Ανάφης! Πόσο μάλλον, όταν τα πόδια τους πατούσαν στο έδαφος αυτού του ιστορικού χώρου, ο οποίος μέσα στα χρόνια, εκτείνεται αενάως στο άπειρο.. κουβαλώντας πάνω του από ήρωες, μύθους, βωμούς θεών, ιστορικά τεκταινόμενα, μέχρι αρχαίες προτομές και νομίσματα, που κατά τον 3ο και τον 2ο αιώνα, την έχριζαν ως πολυσήμαντο κέντρο εμπορίου στα ελληνιστικά χρόνια. Η ιστορία του νησιού, έχει ειπωθεί αρκετά και έχει ήδη καταγραφεί βέβαια. Η Ανάφη άλλαξε χέρια, πέρασε σε πεδία διαφοροποιήσεων (ανάλογα τις εποχές), όμως αυτό διόλου δεν αλλοίωσε το γνήσιον της αίγλης και της εκθαμβωτικής ενέργειας που την περιβάλει. Ήταν, είναι, παραμένει, μια μούσα στον καταγάλανο καμβά του Αιγαίου. Σήμερα, δεν επιθυμώ την αναφορική επανάληψη της ιστορικότητάς της, αλλά μια πιο βιωματική προσέγγιση, η οποία δεν είναι απαραίτητα μονάχα δική μου αλλά εκφράζει ένα τμήμα αρκετών υπέροχων υπάρξεων που τυγχάνει να γνωρίζω και είτε κατάγονται από εκεί, είτε την επισκέπτονται, είτε πλέον είναι μόνιμοι κάτοικοί της.


12 Αυγούστου του 2018 λοιπόν. Το πλοίο σαλπάρει το μεσημέρι απ' την Σαντορίνη, με προορισμό την Ανάφη. Είχε έρθει η ώρα πλέον και ήδη η καρδιά μου χτυπούσε διαφορετικά από τις προηγούμενες ημέρες. Έντονα και δυνατά. Σαν έναν ερωτευμένο νεαρό, που έχει κανονίσει να συναντήσει τον πρώτο του έρωτα, στην παιδική χαρά του χωριού και τρέμει ολόκληρος. Στην διαδρομή παρακολουθούσα την αέρινη ύπαρξη της αγαπημένης μου φίλης, της Άννας, η οποία όσο περισσότερο το πλοίο έφθανε στο λιμάνι της Ανάφης, τόσο περισσότερο έλαμπε από συγκίνηση και χαρά. Διπλή η χαρά της βέβαια, διότι εκεί θα συναντούσε και τον αγαπημένο της σύντροφο, ο οποίος μας περίμενε στο λιμάνι. Τον είχα γνωρίσει λίγους μήνες πριν και αμέσως η παρέα μας έδεσε που λέμε, λόγω κοινών ανησυχιών, οραματισμών και φιλοσοφικών στιγμάτων. Διόλου τυχαία και αυτά! Άρχισα να κατανοώ, πως κάτι σπουδαίο είχε αρχίσει να καρποφορεί. Θυμάμαι κάποια στιγμή (στο μέσον της διαδρομής) να μου λέει η Άννα: ''Παρατήρησε τα νερά όσο πλησιάζουμε. Πιο γαλανά, πιο φωτερά. Εδώ έχει άλλο χρώμα''. Και πράγματι έτσι ήταν. Εδώ είμαστε λοιπόν. Φτάσαμε και.... Ανεφάνη η Ανάφη. Η μπουκαπόρτα απ' το πλοίο έπεσε και μονομιάς η αύρα της καθαροσύνης και η ενεργειακή εκπομπή του νησιού, μας περιέλουσε. Αγκαλιές, χαμόγελα, αλλά και αρκετός κόσμος που ήρθε στην Ανάφη εκείνες τις ημέρες. Ο ίδιος έχω μείνει έκθαμβος και κοιτάζω γύρω μου αν αυτή η απλότητα της ομορφιάς που κεντούσε τον τόπο, ήταν αληθινή. Αναφωνούσα συνεχώς μια φράση: ''Πωωωω''! Είχα ζαλίσει τον Μανώλη και την Άννα στις ερωτήσεις, μα εκείνοι με περίσσια χαρά και αγάπη, απαντούσαν και μου επεξηγούσαν τα πάντα. Πρώτη στάση! Στο εστιατόριο της κυρά Βιβής, στο μαγευτικό και λατρεμένο Κλεισίδι. Μέσα στον ίσκιο των δέντρων, με τα πουλιά γύρω να τραγουδούν και τον φλοίσβο απ' το κύμα που χάιδευε την χρυσή αμμουδιά να ηχεί στα αυτιά μας. Μαγεμένος. Απ' την θέα, τις γεύσεις στα πιάτα, την δροσιά όσο φθάναμε προς το απόγευμα! Εκεί, μου είχε κάνει εντύπωση ο μικρός Θοδωρής που έπαιρνε παραγγελίες, το πως αποτύπωνε με το μαθηματικό του μυαλό, όλα όσα του είχαμε παραγγείλει, χωρίς να σημειώνει τίποτα σε μπλοκάκι. Ένδειξη καλής μνήμης και νου καθάριου. Φύγαμε από εκεί και ανεβήκαμε στην Χώρα. Ένας συνδυασμός παράδοσης κυκλαδικής τέχνης, νεοκλασσικών ρυθμών, αλλά και νεοτεριστικών στοιχείων! Σοκάκια κομψά που ευχαριστιόσουν να βαδίζεις και να συνομιλείς με τις κυράδες και τα παππουδάκια στα μπαλκονάκια τους. Μυρωδιές από φαγητά παραδοσιακά, αγνάντεμα και βόλτα στο κάστρο που δεσπόζει το εκκλησάκι του Άη Γιώργη. Ξάφνου το βλέμμα, στρεφόταν στον επιβλητικό μονολιθικό βράχο. Εστίαζε στην άσπρη κουκκίδα, στην κορυφή. Ρώτησα τα παιδιά: ''Εκεί είναι η Παναγία η Καλαμιώτισσα, σωστά;'' Για να λάβω την απάντηση του Μανώλη: ''Καλά το πας. Αύριο θα περπατήσουμε μέχρι πάνω''... Έτσι κι' έγινε! Το επόμενο πρωινό, είδα απέναντι στον βράχο, μια απ' τις ομορφότερες Ανατολές! Είχα ξαπλώσει κάπως αργά, καθότι η βόλτα στην Χώρα, η γνωριμία μου με υπέροχους ανθρώπους, αλλά και η μπύρα παρέα με την Αντωνίτσα (που της έκανα έκπληξη), ήταν χάρμα εκείνη την μαγευτική βραδιά. Η Άννα και ο Μανώλης, με κοιτούσαν με τέτοια λάμψη στα πρόσωπά τους, καθώς με έβλεπαν να πίνω μονορούφι τις στιγμές στην Ανάφη και να απολαμβάνω το κάθε λεπτό! Έλεγαν πως, αυτή η χαρά, είναι οιωνός για ένα τραγούδι! Κάτι ήξεραν όταν το ανέφεραν! Η επόμενη ημέρα, μετά την μαγευτική Ανατολή, περιελάμβανε πρωινό στον Θόλο. Πρωί με ησυχία και μπροστά στο πιάτο μας η θέα του Κρητικού πελάγους. Γαλήνη. Συζήτηση, όμορφες γυναικείες παρουσίες τριγύρω, κουβέντες για το πανηγύρι στην πλατεία του χωριού, για το τι ώρα έχει λεωφορείο... Ένα όνειρο που ζούσα με μάτια ορθάνοιχτα. Περνούσε η ώρα και η ζέστη όλο και ανέβαινε. Λίγος υπνάκος ακόμα, θα βοηθούσε ώστε να αντέξουμε τον απογευματινό περίπατο για τον Κάλαμο. Ο Μανώλης έφερε φαγητό, έφτιαξε καφέ ελληνικό, έβαλε το ντοκιμαντέρ της Μάγιας Τσόκλη που είχε γυριστεί στην Ανάφη κάπου στα 2003. Το παρατηρήσαμε με προσοχή και αφοσίωση. Πέραν των ιστορικών, παραδοσιακών και εντόπιων αναφορών που έκανε η Μάγια στο εξαίρετο ομολογουμένως ντοκιμαντέρ της, μίλησε επίσης και η κυρία Μαργαρίτα Καλογεροπούλου απ' το Κλεισίδι, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Αναφιώτες τότε, οι οποίες παραδόξως υπάρχουν ως και σήμερα. Αναφορές που φυσικά με συγκίνησαν βαθιά, για το πως καταφέρνουν να περνούν τους δύσκολους χειμώνες τους οι ντόπιοι, αποκομμένοι παντελώς απ' την ακτοπλοϊκή σύνδεση. Έφθασε η ώρα για την πεζοπορία μας στο Μοναστήρι. Απαραίτητα τα νερά, τα καπέλα και δυο καφεδάκια. Στην διαδρομή ο Μανώλης, μου εξηγούσε τα πάντα λεπτομερώς. Πριν κινήσουμε για την ανάβαση, κάναμε την απαραίτητη στάση στον Ναό του Απόλλωνα Αιγλίτη, ο οποίος βρίσκεται στο προαύλιο τμήμα του κάτω μοναστηριού, της Ζωοδόχου πηγής. Η συζήτηση, ήταν κάτι σαν καύσιμο στον οργανισμό, καθότι το μονοπάτι για τον Κάλαμο είναι κάπως δύσβατο και χρειαστήκαμε και μια μεγάλη στάση κάπου στα μισά της διαδρομής! Η συγκεκριμένη ανάβαση μιάς και κάτι ώρας (που δεν πρόκειται ποτέ μα ποτέ να ξεχάσω) ήταν μυθική! Όσο ζόρικη κι' αν είναι, σε αποζημιώνει με την θέα στο τέλος. Σε ένα μέρος, που νομίζεις πως θα αγγίξεις τον ουρανό. Γύρω μας πεταρίζαν περήφανοι και αγέρωχοι οι μαυροπετρίτες, βγάζοντας αρχέγονες κραυγές. Σαν να μας καλοσώριζαν. Το Γιβραλτάρ του Αιγαίου όπως το αποκαλούν, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Το πλοίο το βραδάκι, έφευγε για Σαντορίνη. Κατεβήκαμε με ηρεμία στην Χώρα. Ήμουν ήδη τόσο γεμάτος από εικόνες, παρόλο που στην ουσία έμεινα μόνο μια ημέρα! Η αλήθεια είναι, πως δεν ήθελα να φύγω. Είχε ξεκινήσει ήδη να χτίζεται λίθο πρός λίθο, η αγάπη μου για τον ιερό αυτόν τόπο. Το βράδυ που μπήκα στο πλοίο για την επιστροφή, θυμάμαι να θολώνουν βουρκωμένα τα μάτια μου. Να κοιτάζω το λιμάνι να απομακρύνεται και να υπόσχομαι στην Ανάφη πως σύντομα θα ξανάρθω να την αγκαλιάσω και να με αγκαλιάσει. Ο Μανώλης όταν με πήγαινε στο λιμάνι, είχε αναφωνήσει: ''Αδελφέ μου, τώρα ξεκινά το ταξίδι''...




Πέρασαν λίγοι μήνες και επισκέφτηκα ξανά το νησί. Ήταν Νοέμβρης του 2018! Αυτή την φορά όμως, είχα στην φαρέτρα μου και τετράδιο με μολύβι. Το διάστημα από Αύγουστο μέχρι Νοέμβριο, μεσολάβησε μια παύση η οποία μέσα μου, ήταν άκρως γοητευτική και δημιουργική, καθώς ξεκίνησε να βρέχει μια καταγραφή εικόνων, λέξεων, προσώπων και αναφορών για το νησί. Σκάλιζε τα χωράφια μου μια παράξενη νότα κι' εκεί σε μια ταράτσα στην κεντρική πλατεία του χωριού όταν βρέθηκα κείνον τον Νοέμβριο, η Ανάφη μου πρόσφερε τα πρώτα στιχάκια που αμέσως αποτύπωσα στο χαρτί κατασυγκινημένος και με μια ρίγη να με διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Και εν αρχήν ο λόγος:


Μικρούλα μια σταλιά πάνω στον χάρτη

νότια κι' ανατολικά ακροβολισμένη

ήσουν πραγμάτωση σε ευχή ενός Αργοναύτη

ιερή στεριά σε θάλασσα ανεμοδαρμένη ...


Ξανά εκείνη την εποχή με όμορφη παρέα, αλλά και με τον τόπο πλέον ήρεμο και ήσυχο απ' το πέρας της τουριστικής περιόδου, βρέθηκα σε ευχάριστες και καλοσυνάτες ημέρες που όμως είχαν κάτι το διαφορετικό! Είχαν μια δροσιά ολοκάθαρη. Έναν αέρα ολόφρεσκο. Οι βαθιές ανάσες, ήταν απαραίτητες και οι αναστεναγμοί θαυμασμού συνεχόμενοι, κάθε που το βλέμμα κολλούσε στα μυθικότατα τοπία ή τα ολογάλανα νερά του νησιού που λούζονταν απ' το βοριαδάκι. Είχε φθάσει πλέον η στιγμή, που ένιωθα την ανάγκη να με καλεί τόσο έντονα, που έψαχνα συνέχεια το χαρτί, ώστε να καταγράψω κάποιον στίχο μην και τον ξεχάσω έτσι αερικά που περνούσε! Έκανα βόλτες και έβρισκα παππούδες του νησιού, ώστε να αντλήσω κι' άλλες πληροφορίες. Ο μπάρμπα Μάρκος με την κυρά του, με κέρασαν τσικουδιά και σοκολατάκια. Με φίλεψαν στην αυλή του σπιτιού τους και μου έλεγαν ιστορίες απ' τα δύσκολα χρόνια που πέρασε το νησί με τον μεγάλο λιμό που είχε ξεσπάσει στην Ανάφη πριν πάρα πολλά χρόνια. Μου διηγήθηκαν την ιστορία περί εξόριστων στην Δικτακτορία, αλλά και το πόσο πολύ αναπτύχθηκε το νησί με τα εργατικά χέρια των κρατουμένων. Μου μίλησαν για τον ''Κουμαντάτο'' της περιοχής και τις ιδιοτέλειες που ζητούσε για να τα 'χει καλά με τους χωρικούς. Μου μίλησαν (όπως και ο Μανώλης) για τα μνημόρια. Δηλαδή για τα οικογενειακά οστεοφυλάκια που παρατηρούμε σε αρκετούς λοφίσκους του νησιού, στα οποία οι απόγονοι τοποθετούν μέσα τα οστά των προγόνων τους, για να παρακολουθούν έτσι λέει την ζωή και την πορεία τους. Ο μπαρμπά Μάρκος έκλαιγε από χαρά, που τον ρωτούσα τόσα πολλά πράγματα και η κυρά του είχε συγκινηθεί με το ενδιαφέρον που έδειχνα για να μάθω στοιχεία για το νησί. Μου πρόσφεραν ζεστά χαμόγελα και καλοσυνάτο, ευγενικό, όσο και ποιητικό λόγο. Ανανεώσαμε το ραντεβού μας για την επόμενη φορά! Τους ευχαρίστησα θερμά. Με ευχαρίστησαν κι' εκείνοι. Συνέχισα τον περίπατο. Ο μαστρό Γιώργης λίγο πιο κάτω, μου μιλούσε για τα μελισσοτόπια της Ανάφης, για την παραγωγή μελιού, την διαδικασία και την αφοσίωση στο ιερό πλάσμα που ονομάζεται μέλισσα. Μου επισήμανε ουσιαστικά πράγματα, για τα ντόπια προϊόντα και την σύσταση του εδάφους στο νησί. Για τις πηγές. Τον ρώτησα: ''Πες μου κάτι σε παρακαλώ. Που μπορώ να μάθω για την ζωή των εξόριστων και το σημείο που έδρευαν''; Αμέσως με κατατόπισε. ''Θα πας εκεί, σε αυτά τα σκαλοπάτια, βλέπεις; Από παλιούς, έχουμε μάθει πως εκεί ήταν ο χώρος που μαζεύονταν. Βιβλία έχουν γραφτεί αρκετά παιδί μου. Ρώτα εδώ και θα βρεις''... Κίνησα! Με κατέκλυζε μια ανάσα αγωνιστών της ελευθερίας. Ένα σφίξιμο στον λαιμό, για την δύσκολη τότε καθημερινότητα, με τα τόσα προβλήματα. Περπατάω πιο δίπλα. Γνωρίζω εκεί τον κύριο Τάκη στο Στέκι. Ένας φινετσάτος άνθρωπος, ο οποίος με προθυμία με βοήθησε: ''Έχει γράψει η Margaret Kenna για τους εξόριστους. Να στο φέρω να το πάρεις Σαντορίνη και μου το επιστρέφεις την επόμενη φορά''. Εν τέλει δεν το βρήκε. Τον ευχαρίστησα. Ανταλλάξαμε χειραψία! Κράτησα το όνομα της κοινωνιολόγου στο μυαλό μου. Έμαθα ιστορίες περισσότερες για τον τόπο. Για τα φουρνιά. Τα θυμάρια, τα θρούμπια, τα είδη χόρτων. Για τους μύλους και την διαδικασία της άλεσης του σιταριού. Ένιωθα ο πιο πλούσιος άνθρωπος του πλανήτη. Καθώς έφευγα ξανά για Σαντορίνη, τα μάτια μου πάλι βούρκωναν μέσα στο πλοίο. Πλέον είχα νιώσει την Ανάφη, ως τόπο μου. Τον τόπο και το απάγκιο μου, κάθε που η καρδιά, ο νους και το σώμα, ζητούσαν ανάπαυση και ψυχική ισορροπία! Επέστρεψα στην όμορφη Θήρα. Στρώθηκα αμέσως στο διάβασμα από διάφορα sites και συνέχισα την συλλογή πληροφοριών. Ο καιρός έφθανε για Χριστούγεννα και ήταν η κατάλληλη εποχή ώστε να ολοκληρώσω τις έρευνές μου για τον τόπο! Μια αγκαλιά της Άννας και του Μανώλη, που όταν τους είπα πως επιθυμώ να βρεθώ για 11 ημέρες εκεί μοναχός, ήταν ό,τι πιο ουσιαστικό με συνόδευσε εκείνη την εποχή. Το σπίτι τους ανοιχτό για εμένα, καθώς εκείνοι θα έλειπαν. Μου έκαναν δώρο ένα ιστορικό φωτογραφικό βιβλίο του νησιού και παράλληλα ο ίδιος, απέκτησα το βιβλίο της Margaret Kenna και του Δημήτρη Ήμελλου. Βιβλίο με λαογραφικό, τοπονυμιακό, παραδοσιακό χαρακτήρα. 'Ολα πια, είχαν πάρει τον δρόμο τους!!!





Στις 27 Δεκέμβρη 2018, αναχωρώ για την Ανάφη, με πλήρη επίγνωση της αποστολής που χρειαζόταν να φέρω εις πέρας. Βλέπετε η εσωτερική φωνή και το ζιζάνιο της καταγραφής, με σκάλιζε ακατάπαυστα. Η εργασία αυτή, μου παρείχε και την ευκολία των 11 ημερών παραμονής μου εκεί, πράγμα που στην ιεροσύνη της μοναχικότητας, μου πρόσφερε απίστευτη ηρεμία και συντονισμό, ώστε να μπορέσω να μελετήσω, αλλά και να ''διαβάσω'' την Ανάφη περπατώντας την. Να την γνωρίσω. Ξεκίνησα περίπατους. Εξορμήσεις στα λαγκάδια, στα βουνά, στις ακρογιαλιές. Ανακάλυπτα κρυμμένους θησαυρούς. Ποτάμια μέσα σε χαραδρωτά σημεία. Φιλόξενα ξωκλήσια, με σημείο αναφοράς τον Άγιο Μάμμα (προστάτη των ζώων). Βρήκα το μέρος οικείο και φιλόξενο, με το κλειδί να βρίσκεται πάνω στην πόρτα. Άνοιξα και μπήκα. Άναψα ένα κερί. Εκεί είδα και γραπτά πεζοπόρων που ξαπόσταιναν στο στασιδάκι. Ένα ποιηματάκι, ήρθε σε ιερότατο συγχρονισμό με τα όσα ο ίδιος εκείνη την ημέρα αναζητούσα (ακρογιαλιές ήσυχες, ξωκλήσια και αρχαίο κάστρο). Γνώριζα πως όλα αυτά, δεν ήταν διόλου τυχαία και πως μια ενεργειακά συμπαντική ένωση, με έφερε κατά κει. Απ' έξω είχε βρέξει και το πράσινο μύριζε παντού. Περπάτησα στην αρχαία πόλη. Κατέβηκα στην Παναγιά στο δοκάρι, εκεί που βρίσκεται μια Ρωμαϊκή σαρκοφάγος. Συνέχισα, πέρνωντας τον δρόμο των Αργοναυτών, στην λεγόμενη ''ιερά οδό''. Τις επόμενες ημέρες συνέχισα να ανακαλύπτω μονοπάτια, να εξερευνώ, να αναζητώ. Να αντικρύζω μιάν άνοιξη (μέσα στο καταχείμωνο), να ανθίζει εντός και εμπρός μου. Υπήρξαν στιγμές που έκλαιγα από συγκίνηση και χαρά. Ξεχνιόμουν τόσο πολύ, που η ώρα περνούσε, μα ο ίδιος είχα πατήσει παύση στον χρόνο, έχοντας εισχωρήσει σε άλλα τούνελ χώρου αλλά και χρόνου. Όλα κυλούσαν μοναδικότατα και ήρεμα. Στην Χώρα, δεν υπήρχε άνθρωπος έξω. Περισσότερες ήταν οι γατούλες. Το καφενεδάκι μονάχα της Μαρίας στον Βυθό, για λίγες ώρες ανοιχτό το πρωί και εν συνεχεία πάλι το βραδάκι. Κάποιοι Αναφιώτες με ρωτούσαν με απορία, τι να έκανα στο νησί τέτοια εποχή μοναχός μου. Κι' όμως. Δεν ήμουν μοναχός. Τα πουλιά, η θάλασσα, τα ποταμάκια, τα χειμωνολούλουδα που άρχιζαν να φυτρώνουν, ήταν εκείνη την περίοδο η πιο γλυκιά μου παρέα! Ξαναβρήκα τον μπάρμπα Μάρκο με την κυρά του. Μιλήσαμε πάλι. Καταχάρηκαν που με είδαν, όπως και ο ίδιος χάρηκα. Τους αγαπάω και με αγαπούν. Τους είπα πως αυτή ήταν η ιδανική περίοδος για να κάνω μια πιο βαθιά έρευνα στο νησί και τους αποκάλυψα πως θέλω να καταγράψω όλα όσα αντλήσω απ' τον τόπο (όσα μπορούσα δηλαδή), σε ένα τραγούδι. Γέλασαν με την ψυχούλα τους. Οι μέρες κυλούσαν εκεί ονειρικά. Κάθε μέρα, ξυπνούσα και έπαιρνα τα βουνά κυριολεκτικά. Η κυρά Μαργαρώ με τον μαστρό Γιώργη, με πρόσεχαν και μου πρόσφεραν φαγητό, όπως και η Μαρία στον Βυθό. Στην μοναδική καφετέρια που άνοιγε εκείνες τις μέρες όπως προείπαμε. Δεν ξεχνώ ποτέ την ανιδιοτελή προσφορά τους. Είδα τότε και πως φτιάχνετε η τσικουδιά. Επήγαμε με τους μπαρμπάδες στα περβόλια που σοδεύαν. Γεύτηκα καρπούς απ' την γη της Ανάφης! Συνάντησα την Αντωνίτσα, τον Παναγιώτη, τον Αργύρη, τον Τάσο απ' τον Ρούκουνα, που μας έκανε και το τραπέζι 2-3 φορές. Γνώρισα την περιβόητη κυρία Ζαμπέτα (την παππαδιά). Ανθρώπους με φινέτσα, ευγένεια και μια ορμέμφυτη δοτικότητα. Παράλληλα συνέχιζα να τριγυρνώ και να βρίσκω την ''χαμένη Ατλαντίδα'' στο νησάκι της καρδιάς μου. Να μελετάω για την ιστορία του. Να ακούω για την ηρωίδα του νησιού, την Ηλέκτρα! Πλησίαζε η μέρα και πάλι για να φύγω. Εκεί, με παραξένεψε τόσο πολύ η φυγή, όμως δεν βούρκωσα καθόλου. Συνέβη κάτι άλλο. Δεν μπορούσα να βγάλω κουβέντα μόλις επέστρεψα στην Θήρα, για τουλάχιστον 3 ημέρες. Με ενοχλούσε ακόμα και η ''κίνηση'' στην Σαντορίνη. Μετέπειτα άρχισα να προσαρμόζομαι, όμως το μυαλό και η καρδιά, βρισκόταν σε εκείνες τις 11 ημέρες που έμεινα στην Ανάφη και θεραπεύτηκα εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά. Χαρακτηριστικό ήταν, πως όταν με συνάντησε ο αδελφός και μουσικός συνοδοιπόρος, ο Μανώλης ο Φύτρος, μου είπε: ''Εσύ ρε μυρίζεις Ανάφη. Το πρόσωπό σου έχει ηρεμήσει''. Εκεί τότε, πάνω στην κουβέντα μας, του μίλησα και για το τραγούδι που ήθελα να μπει στον δίσκο που ετοιμάζαμε. Και που θα αναλάμβανε ο ίδιος τον μουσικό και ενορχηστρωτικό σχεδιασμό του. Του μίλησα για δυο ρεφρέν τα οποία η συμμαθήτριά μου (και σχολική, αλλά και οραματική), η Αννούλα, επιθυμούσα να ερμηνεύσει. Το τραγούδι για την Ανάφη, δεν είχε ολοκληρωθεί και έμεινε τελευταίο στην καταγραφή για το άλμπουμ που ετοιμάζαμε! Όλα προχωρούσαν. Γνώριζα πως την κατάλληλη στιγμή ξανά, αυτό το μέγεθος των πληροφοριών, θα μεταφραζόταν σε ομοιοκαταληκτικό χαρακτήρα. Μέχρι που ένα απόγευμα του Μαρτίου, ξαφνικά ένιωθα να μην μπορώ να ηρεμήσω. Πήρα το αυτοκίνητο και πήγα στο βουνό. Έστειλα μήνυμα στην Άννα και της είπα πως απόψε το τραγούδι θα έχει ολοκληρωθεί. Το ένιωθα, κάτι μου το φώναζε. Ο ίδιος απλά, ακολούθησα την φωνή που με καλούσε. Με δάκρυα στα μάτια, έβλεπα το χέρι μου να καταγράφει τις εικόνες και τις πληροφορίες από εκείνο το μαγευτικό εντεκαήμερο στο νησί του Απόλλωνα Αιγλίτη. Αμέσως έφυγα τρισευτυχισμένος απ' το βουνό και πήγα στο σπίτι. Έστειλα στην Άννα το τραγούδι και όλα τότε, ήμουν βέβαιος πως είχαν ακολουθήσει την φυσική εξέλιξη και ροή τους. Σε αυτό το διάστημα, μεταφερθήκαμε όλοι ξανά, να κάνουμε Πάσχα στην Ανάφη. Ένα ξεχωριστό τριήμερο, που το ζήσαμε με την καρδιά μας, συζητώντας βεβαίως και για το τραγούδι! Για το πότε θα το ηχογραφήσουμε. Το τραγούδι για την Ανάφη, ηχογραφήθηκε σε κλίμα φορτισμένο, μετά από αρκετές πρόβες και αλλαγές σε κάποιες μελωδικές γραμμές, τον Ιούνιο εκείνης της εποχής. Πρώτα η Άννα μπήκε στο στούντιο, με τις κατευθύνσεις και του Μανώλη (παρέα με τον ηχολήπτη και αγαπημένο μας φίλο, Νικόλα Συρίγο). Ολοκλήρωσαν τις εγγραφές και η Άννα, απήγγειλε επίσης το ποιηματάκι που είχα βρει στον Άγιο Μάμμα, με την γλυκύτατη φωνή της. Ερμήνευσε τα ρεφρέν με άφθονη αγάπη για τον τόπο. Μέσα της έφερε έναν μικρό Αιγλίτη και τρισευτυχισμένη ένιωθε την χαρά που τραγούδησε την ''γόνιμη ράχη'' και τον οιωνό της ''εύφορης γης''.  Απ' την μεριά μου, χαρούμενος που βήμα βήμα χτίζαμε την ιστορία, άφησα λίγο χρονικό διάστημα για να αυτοερμηνευθούν τα συμβάντα. Ώσπου ξεκίνησα τις εγγραφές φωνών, αφού πρώτα είχαμε γράψει με τον Νίκο και τους μουσικούς (τους οποίους ευχαριστώ όλους από βάθος καρδιάς), τους οδηγούς και τα όργανα. Το τραγούδι (όπως και τα υπόλοιπα, όπως και κάθε τραγούδι), είχε τώρα αποκτήσει την δική του φορεσιά. Είχε τον δικό του ρόλο και αποστολή. Τα δικά του φτερά και το δικό του κάρμα. Όπως μας το πρόσφερε η Ανάφη, έτσι κι' εμείς το αποτυπώσαμε αρμονικά και το αφήσαμε να ταξιδέψει στην άγνωστή του θάλασσα. Παραθέτω αυτούσια τα λόγια του, τα οποία περικλύουν ένα μίγμα ιστορικού/παραδοσιακού, βιωματικού, αλλά και τοπονυμιακού χαρακτήρα.. απ' τα όσα κατάφερα να καταγράψω και να συμπυκνώσω, μέσα σε ένα πεντάλεπτο ηχοακουστικό καρέ. Ποιος ξέρει; Ίσως αυτό το ιερό και λαμπερό στολίδι του Αιγαίου, να μας προσφέρει ακόμα περισσότερα στοιχεία προς καταγραφή στο άμεσο μέλλον....



                                                                    ΑΝΑΦΗ


''Τι να γυρεύουν οι ψυχές μας τάχα

σε έρημες ακρογιαλιές,

σε Αρχαία κάστρα και σε ξωκλήσια;'' Μ.Μ. Π.Π. Μικρούλα μια σταλιά πάνω στον χάρτη νότια κι' ανατολικά ακροβολισμένη ήσουν πραγμάτωση σε ευχή ενός Αργοναύτη ιερή στεριά, σε θάλασσα ανεμοδαρμένη Έγινες τόπος στου Ιάσωνα το κάλεσμα πρίχου το κύμα καταπιεί το πλήρωμά του επάνω σου έχτισαν ναό του Απόλλων χάρισμα κάθε μια πέτρα, βαλμένη στο όνομά του Μικρούλα, τόση δα όμως στο στρώμα σου αναβλύζουν αρχέγονες δονήσεις όλα τα χρώματα χορεύουνε στο δώμα σου μέσα στην αίγλη σου χαμογελούν οι αισθήσεις Βρέθηκα πάνω στον Αρχαίο οικισμό σου ευλαβικά τις πέτρες άγγιξα απ' τα τείχη στο κάθε βήμα δυνατότερο το φως σου με απεγκλώβιζε απ' του σκοταδιού την λήθη Αναδυόμενη στο πέλαγος νησίδα που αναφάνηκες κατά την ιστορία στο πολυτάραχο ταξίδι, απ' την Κολχίδα και των Αργοναυτών γίνηκες σωτηρία Ψηλάφισα των σελίδων σου το φέγγος στην Ιερά Οδό περπάτησα μονάχος κάθε μέτρο σου κι' ένα Αρχαίο έπος άνοιγε φύλλωμα στης μνήμης το άνθος Σε αναζήτησα στα μάτια ενός γέροντα στις αφηγήσεις του για τα δύσκολα χρόνια και μου φανέρωσες τότε τα αφανέρωτα στων κρατουμένων με εξόρισες τα αλώνια Μέσα στους κάμπους σου από τότε τριγυρίζω απ 'τα ρυάκια σου νερό παίρνω τρεχούμενο κι' αν το σώμα είναι αλλού, με τον νου φτερουγίζω γίνομαι απόδημο για να σε βρω, του μισεμού πετούμενο Μικρή μου Ανάφη στολίδι, χρυσάφι μέσα στο Πέλαγος Γλυκιά μου Ανάφη ελπίδα στα πάθη και Απολλώνιο φως Μοσχοβολιά έχω κρατήσει απ' το θυμάρι σου και κάποιες πέτρες που η σιωπή χρόνια τις ραίνει να με οδηγούνε σιωπηρά μες την αγκάλη σου η ηρεμία σου απαλά να με γλυκαίνει Κράτησα ακόμα διηγήσεις ως εικόνισμα κατά τον 3ο και τον 2ο αιώνα τότε που Πόλη-Κράτος ήσουνα με νόμισμα έχοντας θέση στου εμπορίου τον πυλώνα Όμορφη Ανάφη που οι μέλισσες προάσπισαν τους χωρικούς σου από βαρβάρων επιθέσεις γύρω απ' την Χώρα με λουλούδια σε θωράκισαν για να γυρνούν με του Απριλιού τις επισκέψεις Μιλώ για όαση που με τα μάτια μου είδα για φυσική, απερίγραπτη κατάνυξη νιώθω να βρήκα την χαμένη Ατλαντίδα στο καταχείμωνο μια ολοπλούμιστη άνοιξη Ήπια ρακί και έφαγα από τους καρπούς σου διάβασα ποιήματα, ρητά και παραδόσεις μες την απλότητα είδα τους θησαυρούς σου στις χαμογελαστές των Αναφαίων όψεις Πάνω σου χάθηκα κι' έτσι με ξαναβρήκα μες τα λαγκάδια σου και τις ακρογιαλιές σε δρόμους δύσβατους, σε έρημα ξωκλήσια μαζί σου έκλεισα του κόσμου τις πληγές Τσαμπούνες παίζαν στου μυαλού μου τα ταξίδια με τα τουμπάκια συνοδεία στα στενά σου ξυπόλητα και δίχως περιττά στολίδια δέναν τα χέρια τους σε κύκλο τα παιδιά σου Κι' αν κάποιοι πλέον όλα αυτά τα 'χουν πετάξει ρίχνοντας ήθη κι' έθιμα σε καταγώγια κάτι σημαντικό θαρρώ έχουν ξεχάσει εδώ οι αθιβολές μπαίνουνε σε μνημόρια Μικρή μου Ανάφη το χρώμα σου βάφει γαλάζιο το έρεβος Γλυκιά μου Ανάφη η γόνιμή σου ράχη εύφορης γης οιωνός






Έκτοτε, τα ταξίδια και οι επισκέψεις στην Ανάφη, συνεχίζονται! Εκεί η καλημέρα επανανοηματοδοτείται. Αποκτά ουσία! Η απλότητα, η χαρά, το χαμόγελο, οι συζητήσεις, το χιούμορ, η αγάπη, η απλή καθημερινή επικοινωνία, επανερμηνεύονται και μεταφράζονται ουσιαστικά! Εκτιμώνται στο έπακρο. Οι άνθρωποι (κατά πλειονότητα), παρά τις δυσκολίες που βιώνουν, διατηρούν τα τειχία της ψυχής τους ανοιχτά, καθάρια και φιλόξενα. Με χιούμορ αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες. Η μουσική, οι ρακές, το κρασάκι, η τροφή τους, γίνονται επικοινωνιακά μέσα και αποκτούν μορφωτικό χαρακτήρα εντός της παρέας. Τα λίγα τους καθιστούν πλούσιους, τα πολλά τους φτωχαίνουν. Στην Ανάφη με το που πατήσεις το πόδι σου στο λιμάνι, αγαπάς χωρίς όρια και φραγμούς. Το ίδιο γελάς. Το ίδιο ερωτεύεσαι. Το ίδιο φωτίζεσαι. Στην Ανάφη, συγχωρείς. Λυτρώνεσαι. Γαληνεύεις. Δεν κάνεις θόρυβο, αλλά θεραπεύεσαι σιωπηρά απ' την ηρεμία της. Όλα αυτά, σου γίνονται κατάσταση ύπαρξης. Ο καθένας μας, ίσως να αναζητάει την ''δική του Ανάφη''. Την δική του ''χαμένη Ατλαντίδα''. Είθε ο καθένας, ό,τι ζητάει να το βρίσκει. Και να το αναζητάει κυρίως, εκεί που υπάρχει κρυμμένη αρμονία (όπως έλεγε και ο Ηράκλειτος).



Υστερόγραφο: Φίλοι και φίλες Αναφιώτες-ισσες. Σας χαιρετώ και σας αγαπάω. Έτσι, γιατί αυτή είναι η κατάσταση ύπαρξης και ο τρόπος ζωής μου. Να αγαπάω! Ένα τεράστιο και πελώριο ευχαριστώ στον Μανώλη, στην Άννα και στην Αντωνίτσα (ξέρουν εκείνοι)... Μια μεγάλη και τεράστια αγκαλιά στην Ανάφη!


Καλώς να ανταμώνουμε, στο νησί της ζώσας ουτοπίας!


Χρήστος.